θεμιστόκλειος

θεμιστόκλειος
-α, -ο (Α θεμιστόκλειος, -ον)
1. αυτός που αναφέρεται στον Θεμιστοκλή
2. το ουδ. ως ουσ. το θεμιστόκλειο(ν)
ο τάφος τού Θεμιστοκλέους στην Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θεμιστοκλής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”